δημαγωγία

δημαγωγία
δημαγωγίᾱ , δημαγωγία
control
fem nom/voc/acc dual
δημαγωγίᾱ , δημαγωγία
control
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δημαγωγίᾳ — δημαγωγίαι , δημαγωγία control fem nom/voc pl δημαγωγίᾱͅ , δημαγωγία control fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημαγωγία — Όρος που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι και έχει καθιερωθεί πια διεθνώς. Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν δημαγωγό τον ρήτορα του οποίου η ευγλωττία ενθουσίαζε τους ακροατές ή τον πολιτικό που ήξερε να παρασύρει τον λαό. Στον Αριστοτέλη (Πολιτικά, βιβλ.… …   Dictionary of Greek

  • δημαγωγία — η η τέχνη του δημαγωγού, η πολιτική συμπεριφορά που αποσκοπεί στην κατάκτηση της εμπιστοσύνης του λαού με ψεύτικες υποσχέσεις και άλλα απατηλά μέσα: Όλες οι υποσχέσεις του προεκλογικού λόγου του ήταν καθαρή δημαγωγία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δημαγωγίας — δημαγωγίᾱς , δημαγωγία control fem acc pl δημαγωγίᾱς , δημαγωγία control fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημαγωγίαι — δημαγωγία control fem nom/voc pl δημαγωγίᾱͅ , δημαγωγία control fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημαγωγίαν — δημαγωγίᾱν , δημαγωγία control fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημαγωγιῶν — δημαγωγία control fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημαγωγίαις — δημαγωγία control fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Demagogy — (/ˈdɛməɡ …   Wikipedia

  • Демагогия — …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”